- ἐπιδέξιοι
- ἐπιδέξιοςtowards the rightmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καρδούχοι — Αρχαίος λαός, που κατοικούσε σε μια ορεινή περιοχή μεταξύ Αρμενίας και Ασσυρίας, η οποία ταυτίζεται από πολλούς με τον τόπο όπου σήμερα είναι εγκατεστημένοι οι Κούρδοι. Πολεμικός λαός, οι Κ. ήταν επιδέξιοι τοξότες και μεταχειρίζονταν μακριά βέλη … Dictionary of Greek
γελωτοποιός — Με τη λέξη αυτή αναφέρονται συνήθως οι κωμικοί ηθοποιοί που από τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση διασκέδαζαν στις διάφορες αυλές της δυτικής Ευρώπης τους άρχοντες με αστεία, πειράγματα και κάθε είδους τεχνάσματα. Αλλά οι γ.(και μάλιστα με την ίδια … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
κόλυμβος — (Colymbus). Γένος μεμβρανοπόδων πτηνών της οικογένειας των κολυμβιδών, της τάξης των γαβιομόρφων. Τα πουλιά αυτά, γνωστά ως κολίμπριβουταναριές, είναι επιδέξιοι βουτηχτές και κολυμπούν με ευκολία στο νερό, ακόμα και κάτω από την επιφάνειά του.… … Dictionary of Greek
χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… … Dictionary of Greek
Αζτέκοι — Ιθαγενής λαός του Μεξικού, που από τον 14ο έως τον 16ο αι. επέβαλε την κυριαρχία του σε μεγάλο μέρος της Κεντρικής Αμερικής. Για την προέλευση και την αρχική ιστορία της φυλής αυτής έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμοι θρύλοι. Σύμφωνα με έναν από… … Dictionary of Greek
Βερμέερ, Γιαν — (Jan Vermeer, Ντελφτ 1632 – 1675). Ολλανδός ζωγράφος. Ο Β. υπήρξε από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της Ολλανδίας και όλης της Ευρώπης, τον 17ο αι., ονομαστός για τις θαυμάσιες σκηνές σε εσωτερικούς χώρους και για τα αστικά τοπία του. Οι… … Dictionary of Greek
Δάκτυλοι — Μυθολογικός λαός. Κάτοικοι της Κρήτης, που τους έλεγαν και Κουρήτες (Κρήτες)Τελχίνες (Τεχνίτες),και που τους συνέχεαν μερικές φορές με τους Κορύβαντες. Τους αποκαλούσαν επίσης Ιδαίους επειδή έμεναν γύρω από την Ίδη (τον σημερινό Ψηλορείτη)και… … Dictionary of Greek
Ιδαίοι Δάκτυλοι — Μυθολογικά πρόσωπα. Ήταν δαίμονες που κατάγονταν από την κρητική ή τη φρυγική Ίδη και ανήκαν στην ακολουθία της μητέρας των θεών Ρέας ή Κυβέλης. Οι αρχαίοι συγγραφείς διατύπωσαν διαφορετικές θεωρίες για το όνομα και τον αριθμό τους. Ο Στράβωνας… … Dictionary of Greek
Καραγκούνηδες — Πληθυσμιακές ομάδες που κατοικούν κυρίως στην πεδινή περιοχή της Θεσσαλίας. Δεν θα πρέπει να συγχέονται με τους ορεσίβιους Βλάχους και Σαρακατσαναίους. Η ετυμολογία της ονομασίας προέρχεται ίσως από τη σύνθεση των λέξεων καράκαιγκουν (= μαύρο… … Dictionary of Greek